ξυλοκοπανίζω

ξυλοκοπανίζω
μετ.
1) колотить вальком (бельё); 2) перен. бить палкой, избивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξυλοκοπανίζω" в других словарях:

  • ξυλοκοπανίζω — 1. πλένω τα ρούχα χτυπώντας τα με κόπανο, προκειμένου να καθαρίσουν 2. δέρνω κάποιον ανηλεώς, ξυλοκοπώ …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκοπανίζω — ξυλοκοπάνισα 1. χτυπώ με ξύλινο κόπανο. 2. μτφ., ξυλοκοπώ, δέρνω με ξύλινο κόπανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλοκοπάνισμα — το [ξυλοκοπανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξυλοκοπανίζω, το χτύπημα με κόπανο τών ρούχων που πλένονται, προκειμένου να καθαρίσουν 2. ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκοπώ — ξυλοκόπησα, ξυλοκοπήθηκα, ξυλοκοπημένος, δέρνω κάποιον πολύ, ξυλοκοπανίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»